χονδροειδής

χονδροειδής
ης, ες
1) неуклюжий; . 2) грубый, аляповатый; 3) грубый, неотёсанный; 4) грубый, недопустимый;

χονδροειδής γκάφα — недопустимая оплошность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χονδροειδής" в других словарях:

  • χονδροειδής — ές, Ν 1. άκομψος, αδρομερής, χοντροκαμωμένος («χονδροειδής κατασκευή») 2. (για πρόσ.) άξεστος, τραχύς, ανάγωγος 3. πάρα πολύ απρεπής, ανάρμοστος (α. «χονδροειδής συμπεριφορά» β. «χονδροειδές αστείο»). επίρρ... χονδροειδώς Ν 1. με άκομψο τρόπο 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • καραγκιοζλίκι — και καραγκιοζιλίκι, το 1. χονδροειδής αστεϊσμός, χυδαίος λόγος 2. συν. στον πληθ. τα καραγκιοζλίκια γελοία πράξη ή συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara goz l ik] …   Dictionary of Greek

  • κασκαρίκα — η 1. αστείο πάθημα από απερισκεψία ή από τέχνασμα άλλου προσώπου, φιάσκο («έπαθα μια κασκαρίκα που δεν θα τήν ξεχάσω σ όλη μου τη ζωή») 2. το ίδιο το τέχνασμα από το οποίο προέρχεται η κασκαρίκα, χονδροειδής αστεϊσμός, καζούρα, φάρσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μπατάλης — ο, θηλ. άλισσα και άλα, ουδ. ικο 1. (για πρόσωπα) υπερβολικά μεγαλόσωμος, πλαδαρός, άκομψος, άχαρος και δυσκίνητος 3. (για πράγματα) χονδροειδής, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal] …   Dictionary of Greek

  • σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»